ενθυμώ

ενθυμώ
(AM ἐνθυμῶ, -έω)
νεοελλ.-μσν.
φέρνω στη μνήμη, θυμίζω, υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον («στην καρδιά τη θλιμμένη τη νεότητα ενθυμεί», Σολωμ.)
αρχ.
έχω στη μνήμη, στη σκέψη, σκέπτομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνθυμῶ — ἐνθῡμῶ , ἐνθυμέομαι lay to heart pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνθῡμῶ , ἐνθυμέομαι lay to heart pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθυμητικός — ή, ό και θυμητικός, ή, ό (Μ ἐνθυμητικός, ή, όν) [ενθυμώ ενθυμούμαι] 1. αυτός που έχει ισχυρή μνήμη, που έχει την ικανότητα να προκαλεί ανάμνηση ή να θυμάται, ο εύκολος στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενθυμητικό(ν) μνήμη, μνημονικό, ευχέρεια… …   Dictionary of Greek

  • προενθυμώ — έω, Α 1. φροντίζω από πριν για κάτι 2. παθ. προενθυμοῡμαι σκέπτομαι από πριν σοβαρά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνθυμῶ «θυμίζω, υπενθυμίζω, σκέπτομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”